Τρίτη, 19 Μαρτίου 2024
Facebook Twitter YouTube Rss_feed
Αρχική arrow Moto Guzzi arrow Ιστορία arrow Moto Guzzi – αγωνιστική ιστορία/1949-1957

Moto Guzzi – αγωνιστική ιστορία/1949-1957

Αξιολόγηση χρηστών: ONONONONON / 250
Φτωχό Αριστο 
Έχει γραφτεί από Bicilindrico

tt1935

ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ

Μέχρι το 1949 δεν υπήρχε οργανωμένο πρωτάθλημα ταχύτητας σε παγκόσμιο επίπεδο, παρά μόνο ξεχωριστά και μεμονωμένα Grand Prix όπως οι αγώνες στο Isle of Man, το Ολλανδικό Tourist Trophy και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ταχύτητας.

Εκείνο το έτος ήταν που η FIM παρουσίασε το πρώτο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ταχύτητας για τα 125cc, 250cc, 350cc, τα 500cc, όπως και την κατηγορία sidecar. Ήταν φανερό πως η FIM επιθυμούσε την συμμετοχή περισσότερων κατασκευαστών, δίνοντας κίνητρο σε κάποια εξωτικά εργαλεία και αναβάτες αστέρες που ανήκαν σε μεγάλες εργοστασιακές ομάδες.
Από τον πρώτο αγώνα, στο Isle Of Man τον Ιούνιο του 1949 η Moto Guzzi ήταν παρούσα σαν μετέχουσα αλλά και σαν υποστηρικτής της διοργάνωσης. Από την αρχή μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’50 η Moto Guzzi απόλαυσε μεγάλη φήμη και ξεχωριστές διακρίσεις, ανήκοντας στους πρωτοπόρους του είδους, μια θέση την οποία κράτησε έως το τέλος του 1957, όπου και το εργοστάσιο αποσύρθηκε επίσημα από τους αγώνες.

Gambalunghino

Για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ταχύτητας που μόλις θα ξεκινούσε, η MG παρουσίασε το 1949 μια νέα μοτοσικλέτα 250 κ.εκ με το όνομα Gambalunghino. Η βάση της μοτοσικλέτας στηρίζονταν στο γνωστό μέχρι τότε Albatros, έχοντας τον ίδιο οριζόντια τοποθετημένο μονοκύλινδρο κινητήρα 246,8cc (68x68), με έναν επικεφαλής εκκεντροφόρο και ένα κιβώτιο ταχυτήτων τεσσάρων σχέσεων. Το πλαίσιο ήταν το ίδιο, με δύο μπροστινούς σωλήνες, ενώ η πίσω ανάρτηση ήταν cantilever, προερχόμενη από την προ-πολεμική εποχή.
Παρόλα αυτά δεν ήταν λίγες οι βελτιωτικές εξελίξεις που έγιναν τόσο στον κινητήρα όσο και στα υπόλοιπα κινούμενα μέρη. Χρησιμοποιώντας βαλβίδες μεγαλύτερης διαμέτρου, έναν πιο άγριο εκκεντροφόρο και μεγαλύτερα (35mm) Dell’Orto SS καρμπυρατέρ, αύξησε την ιπποδύναμη στους 25 bhp/8000 σαλ, διατηρώντας σταθερή την σχέση συμπίεσης (8,5:1). Τα ελατήρια των βαλβίδων παρέμειναν εκτεθειμένα.
Gambalunghino53Η μοντέρνα εικόνα συμπληρώθηκε από το νέο ρεζερβουάρ αλουμινίου των 21 λίτρων καυσίμου και 4 λίτρων λαδιού και από την προσθήκη ουράς με βάση για το number plate και τον πίσω λασπωτήρα. Οι αναρτήσεις μπροστά ανανεώθηκαν μαζί με τα νέα, ισχυρότερα 200mm φρένα (ταμπούρα).
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η μοτοσικλέτα να μπορεί να αγγίζει τα 160 χλμ/ώρα με αξιοπιστία, έχοντας την ικανότητα να φρενάρει με ασφάλεια και να πλαγιάζει με σιγουριά. Μην ξεχνάμε πως οι απαιτήσεις στους αγώνες περιελάμβαναν αποστάσεις μήκους 400 χλμ, φτάνοντας τις 3,5 ώρες μέχρι το τέλος του αγώνα.

Το ΤΤ
Στον πρώτο αγώνα στα πλαίσια του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος το 1949, το Gambalunghino με αναβάτη τον Manliff Barrington έφτασε πρώτο στην γραμμή τερματισμού, ακολουθούμενο από μία ίδια μοτοσικλέτα με αναβάτη τον Tommy Wood. Ένα ακόμη Guzzi με αναβάτη τον Ernie Thomas τερμάτισε στην 6η θέση.

Το Βελγικό GP

Ο δεύτερος αγώνας που ακολούθησε πραγματοποιήθηκε στο Βέλγιο, στην πίστα Bremgarten των 7,2 χλμ. Όπως ήταν σύνηθες στην ήπειρο εκείνη την εποχή, η λίστα των 250cc απαρτίζονταν αποκλειστικά από ιταλικές μοτοσικλέτες: 11 Guzzi, 3 Parilla και δύο Benelli. Δύο από τα Guzzi ήταν επίσημες εργοστασιακές συμμετοχές με αναβάτες τους Ferdinando Balzarotti και Bruno Ruffo. Δύο Βρετανοί αναβάτες, οι Fergus Anderson και ο Stanley Woods έτρεχαν με μοτοσικλέτες παραγωγής.
Λίγο μετά την έναρξη του αγώνα οι Ambrosini (Benelli), Balazarotti και Ruffo ξέφυγαν από τους υπόλοιπους. Ο Balzarotti έχοντας αναπτύξει πολύ γρήγορο ρυθμό το παράκανε και τελικά έπεσε. Ο αγώνας τελείωσε με τον Ruffo στην πρώτη θέση, τον Ambrosini στην δεύτερη και τον Anderson στην τρίτη.

Ο αγώνας στην κατηγορία 350cc ήταν απογοητευτικός για την Guzzi αφού ο Bertacchini τερμάτισε στην έβδομη θέση, η καλύτερη θέση που κατέκτησε ποτέ αφού στο τέλος της χρονιάς η μοτοσικλέτα αφοπλίστηκε. Στηρίζονταν σε έναν δικύλινδρο κινητήρα V 350cc, προερχόμενο από έναν παλιότερο 500 cc V 120 μοιρών.

Ulster Grand Prix
Την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο δεν ήταν σπάνιες οι νίκες ιδιωτών με μοτοσικλέτες παραγωγής. Αυτό συνέβη και στον τρίτο αγώνα του Ulster όπου ο Maurice Cann καβάλα πάνω σε μία μοτοσικλέτα Moto Guzzi βασισμένη στο μοντέλο Albatros, νίκησε μετά από μια φανταστική οδήγηση και επίδοση τον υποψήφιο για το πρωτάθλημα εργοστασιακό αναβάτη της Moto Guzzi Bruno Ruffo. Αυτή η νίκη του Cann ήταν μάλιστα η τρίτη συνεχής στην πίστα (1948-49-50). Η νίκη του επαναλήφθηκε στην πίστα της πατρίδας του, επάνω στην ίδια μοτοσικλέτα, όντας αντιμέτωπος με τους εργοστασιακούς αναβάτες της Moto Guzzi, Fergus Anderson, Enrico Lorenzetti και Stanley Woods.

Monza Grand Prix
O τίτλος του 1949 καθορίστηκε από συνολικά τέσσερις αγώνες, με τον τελευταίο να λαμβάνει χώρα στην Monza τον Σεπτέμβριο. Αν και ο Bruno Ruffo κατάφερε να τερματίσει μόλις τέταρτος, παρόλα αυτά μπόρεσε να μείνει πρώτος και να κατακτήσει το πρώτο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στην κατηγορία 250cc.

Ένα νέο 350άρι
Την περίοδο 1949-1950, η αγωνιστική ομάδα της Moto Guzzi, με αρχηγό πλέον τον μηχανικό Guilio Cesare Carcano, άρχισε να σχεδιάζει μια νέα μοτοσικλέτα για την κατηγορία των 350cc, με σκοπό να αντικαταστήσει το ανεπιτυχές δικύλινδρο V της προηγούμενης χρονιάς. Τον Μάρτιο του ’50 δοκίμαζαν ένα μονοκύλινδρο οριζόντιο κινητήρα 349 κ.εκ (78x73mm) με διπλούς επικεφαλής εκκεντροφόρους (dohcs). Το ασυνήθιστο χαρακτηριστικό ήταν η χρήση τεσσάρων ελατηρίων γύρω από κάθε βαλβίδα. Έχοντας κιβώτιο πέντε ταχυτήτων, μπορεί να μην έφτανε την δύναμη του δικύλινδρου κινητήρα, ήταν όμως ελαφρύτερος και έδινε περισσότερες επιλογές στην τοποθέτησή του στο πλαίσιο του προηγούμενου μοντέλου με τα 250cc.
Έτσι η σχέση ίππου/κιλού μεγάλωσε. Μετά από αρκετές μελέτες και δοκιμές επιλέχτηκε να τοποθετηθεί ένα μπουζί (αντί για 2).

Το Ντεμπούτο και ο Θάνατος του 350
Στην πόλη Mettet του Βελγίου, στα τέλη του Απριλίου του ’50 έτρεξε η νέα μοτοσικλέτα τον πρώτο της αγώνα. Ο κινητήρας έφτανε τους 31 ίππους στις 7000 σαλ, ζυγίζοντας μόλις 116 κιλά. Στον αγώνα ο Lorenzetti πάλευε για αρκετό διάστημα για την πρώτη θέση, απέναντι στον αναβάτη της AJS Les Graham (ο οποίος είχε κερδίσει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στην κατηγορία των 500cc το 1949 για λογαριασμό της AJS), μέχρι που ο κινητήρας τον πρόδωσε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει.
Ο επόμενος αγώνας ήταν το ΤΤ στο Isle of Man αλλά χωρίς τον Lorenzetti, ο οποίος είχε ήδη αποσυρθεί εξαιτίας τραυματισμού σε έναν τοπικό αγώνα-εκτός πρωταθλήματος- στην Ελβετία, σπάζοντας τον αγκώνα του. Οδηγός ήταν ο Άγγλος Cann, που δεν είχε καμία τύχη αφού στον τρίτο κιόλας γύρω η βαλβίδα «χτύπησε» το πιστόνι. Έκτοτε ο κινητήρας μεταφέρθηκε στο Mandello όπου και δεν εμφανίστηκε ξανά σε κανένα αγώνα.

Παράξενα!!!

Το εργοστάσιο έπαψε να υποστηρίζει άμεσα τις μοτοσικλέτες για το υπόλοιπο της χρονιάς, κάτι που σήμαινε πως σταμάτησε η εξέλιξη των αγωνιστικών μοτοσικλετών, πράγμα αξιοπερίεργο από την στιγμή που είχε ήδη συνάψει συμβόλαιο με τον Anderson και αρκετούς άλλους Ιταλούς αναβάτες για εκείνο το έτος. Παρόλα αυτά οι αναβάτες «ανεπισήμως» συνέχισαν να αγωνίζονται για τους υπόλοιπους αγώνες και τελικά κατέλαβαν την δεύτερη, τρίτη και τέταρτη θέση (Cann, Ruffo, Anderson αντίστοιχα).
Η ατυχής πορεία στην κατηγορία των 350cc το 1950 ακολουθήθηκε από την αδυναμία της Moto Guzzi να υπερασπιστεί τον τίτλο στα 250cc που είχε κερδίσει το προηγούμενο έτος. Το εργοστάσιο δικαιολογήθηκε αναφέροντας πως δεν υπήρχε επίσημη εργοστασιακή παρουσία την συγκεκριμένη χρονιά και πως αυτό τους έδωσε την δυνατότητα να δώσουν βάρος στην παραγωγή νέων μοντέλων για την αγορά.


< Προηγούμενα Επόμενα >

Σχετικοί σύνδεσμοι

Facebook google_plus linkedin Twitter YouTube Flickr Rss_feed
Πάνω